πανταχῶς
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
English (LSJ)
Adv. in all ways, altogether, Pl.Prm.143c, Isoc.15.94.
German (Pape)
[Seite 463] auf jede Weise, durchaus; Plat. Parmen. 143 c; Menand. bei Ath. VI, 243 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
de toutes les manières, par toute sorte de moyens.
Étymologie: πᾶς, -αχῶς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανταχῶς [πᾶς] adv., in elk geval.
Russian (Dvoretsky)
παντᾰχῶς: во всех отношениях, полностью, вполне Plat., Isocr.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με κάθε τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -ῶς (πρβλ. πολλ-αχ-ώς), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πανταχός].
Greek Monotonic
πανταχῶς: (πᾶς), επίρρ., με όλους τους τρόπους, ολοκληρωτικά, Λατ. omnino, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
πανταχῶς: Ἐπίρρ., κατὰ πάντα τρόπον, ὅλως, Λατ. omnino, Πλάτ. Παρμ. 143C, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 100.
Middle Liddell
[πᾶς]
in all ways, altogether, Lat. omnino, Plat.