ἀναμερίζω

Revision as of 11:58, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

distribute, distinguish, πρόσωπα A.D.Synt.114.3, al.

Spanish (DGE)

gram. distribuir, diferenciar πρόσωπα A.D.Synt.114.3, cf. 205.22, Adu.205.16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμερίζω: διαιρῶ, μέσ. διαμερίζομαι, «ἀναδάσασθαι, Ἀττικῶς· ἀναμερίσασθαι, Ἑλληνικῶς» Μοῖρ. 87.

Greek Monolingual

ἀναμερίζω) (Ν και ανεμερίζω και αναμερώ)
νεοελλ.
1. απομακρύνω κάτι από τη θέση του, παραμερίζω, μετακινώ
2. τακτοποιώ, συγυρίζω
3. απομακρύνομαι από τη θέση μου, στέκω παράμερα
4. (η παθ. μτχ. πρκμ.) αναμερισμένος, -η, -ο
περιφρονημένος
αρχ.
διαιρώ, διαχωρίζω, διακρίνω.