λιταργίζω
English (LSJ)
Att. fut. -ιῶ, slip away, Ar.Pax562; cf. ἀπολιτ-.
French (Bailly abrégé)
se hâter, filer en vitesse.
Étymologie: λίταργος.
German (Pape)
eilen, laufen, λιταργιοῦμεν οἴκαδ' ἐς τὰ χωρία, Ar. Pax 554.
Russian (Dvoretsky)
λῐταργίζω: торопиться, спешить (οἴκαδε Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐταργίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ὑπάγω που τρέχων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 562· «λιταργίζειν· τροχάζειν» Ἡσύχ., καὶ «λιταργιοῦμεν· ὀξυνοῦμεν. ταχυνοῦμεν» ὁ αὐτ., πρβλ. ἀπολιτ-.
Greek Monolingual
λιταργίζω (Α)
πηγαίνω κάπου γρήγορα, σπεύδω, τρέχω («εἶθ' ὅπως λιταργιοῦμεν οἴκαδ' εἰς τὰ χωρία», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ., πιθ. < λιτός (εδώ ως επιτατικό πρόθημα) + ἀργός «ταχύς»].
Greek Monotonic
λῐταργίζω: Αττ. μέλ. λιταργιῶ, σπεύδω, κάνω γρήγορα, σε Αριστοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: slip away (Ar. Pax 562, Nu 1253, both fut.); λιταργίζειν τροχάζειν; ἀπολιταργίσαι ταχέως ἀποδραμεῖν H.;
Other forms: fut. -ιω.,
Compounds: also with ἀπο-.
Derivatives: λιταργισμός (sch. Ar. Nu. 1255) and, as (invented?) backformation, λίταργος running quickly (An. Ox. 2, 236, EM 567, 38).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. A popular word of this meaning can have the most unexpected origin. The ending reminds of ἀργός quick, but the beginning (λιτός simple?) is quite unclear.