εὐτείχεος

From LSJ
Revision as of 12:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτείχεος Medium diacritics: εὐτείχεος Low diacritics: ευτείχεος Capitals: ΕΥΤΕΙΧΕΟΣ
Transliteration A: euteícheos Transliteration B: euteicheos Transliteration C: efteicheos Beta Code: eu)tei/xeos

English (LSJ)

εὐτείχεον, (τεῖχος) well-walled, Τροίη Il.1.129, etc.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux bonnes ou solides murailles, bien fortifié.
Étymologie: εὖ, τεῖχος.

German (Pape)

mit guten Mauern versehen, stark ummauert, wohl befestigt, Τροίη, Ἴλιος, Il. 1.129, 2.113; πόλιν εὐτείχεα (wie von dem Folgdn mit verändertem Akzent, wenn nicht mit Lobeck paralip. 246 εὐτειχέα zu schr.), 16.57.

Russian (Dvoretsky)

εὐτείχεος: (acc. sing. εὐτείχεα) обнесенный крепкой стеной, крепкостенный (Τροίη Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐτείχεος: -ον, (τεῖχος) ἔχων καλὰ τείχη, Τροίη, Ἴλιος Ἰλ. Α. 129, κτλ.· ὡσαύτως, εὐτειχής, ές, Πινδ. Ο. 6. 1, Ν. 7. 67, Εὐρ. Ἀνρδ. 1010· ἐν Ἰλ. Π. 57 ἔχομεν αἰτιατ. εὐτείχια (οὐχὶ εὐτειχέα), ὅπερ ὁ Εὐστ. ἀναφέρει εἰς τὸ εὔτειχος, εος.

English (Autenrieth)

metapl. acc. sing. εὐτείχεα: well-walled, well-fortified, Il. 1.129, Il. 16.57.

Greek Monolingual

εὐτείχειος, -ον και επικ. τ. ἐϋτείχεος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρά τείχη, ο καλά τειχισμένος, ο οχυρός («Τροίην ἐϋτείχεον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τείχεος (< τείχος), ομηρ. τύπος του ευ-τειχής για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

εὐτείχεος: -ον (τεῖχος), καλοτειχισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

εὐ-τείχεος, ον τεῖχος
well-walled, Il.