λεπτόσωμος
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
λεπτόσωμον, with thin or taper body, Eust. 1288.40.
German (Pape)
[Seite 31] mit dünnem Leibe, Eust. 1288, 40.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόσωμος: -ον, ἔχων λεπτὸν ἢ ἰσχνὸν σῶμα, Εὐστ. 1288. 40.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λεπτόσωμος, -ον)
αυτός που έχει λεπτό σώμα, λεπτοφυής, ισχνός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.
1. βοτ. γένος κορακόμορφων πτηνών
2. ανθρωπολ. άτομο που χαρακτηρίζεται από λεπτοσωμία
μσν.
(για τον αέρα) αυτός που έχει αραιή σύσταση.