γυιαρκής
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
English (LSJ)
γυιαρκές, strengthening the limbs, νωδυνία Pi.P.3.6.
Spanish (DGE)
-ές que robustece los miembros Pi.P.3.6.
German (Pape)
[Seite 508] ές, Glieder stärkend, Pind. P. 3, 6 νωδυνίαι.
Russian (Dvoretsky)
γυιαρκής: укрепляющий члены, т. е. освежающий (νωδυνία Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
γυιαρκής: -ές, ὁ ἐνισχύων τά μέλη, Πίνδ. Π. 3, 12.
English (Slater)
γυιαρκής
1 strengthening the limbs τέκτονα νωδυνίας ἥμερον γυιαρκέο̄ς Ἀσκλαπιόν (νωδυνιᾶν γυιαρκέων coni. Hermann) (P. 3.6)
Greek Monolingual
γυιαρκής, -ές (Α)
αυτός που ενισχύει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -αρκής < άρκος (Ι) «το όργανο ή μέσο άμυνας
η υπεράσπιση» (πρβλ. απαρκής, αυτάρκης, διαρκής)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυιαρκής -ές [γυῖον, ἀρκέω] die de ledematen versterkt.