κωρυκοβολία
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
ἡ, exercise with punching-bag, Aret.CD2.13 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1547] ἡ, das Sackwerfen, = Folgdm, Aret.
Greek Monolingual
κωρυκοβολία, ἡ (Α)
η κωρυκομαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώρυκος + -βολία (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο-βολία, τοξοβολία.