κωρυκομαχία
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
English (LSJ)
Ion. -ίη, ἡ, = κωρυκοβολία (exercise with punching bag), Hp. Vict. 2.64, 3.78.
German (Pape)
[Seite 1547] ἡ, ein Spiel, Übung mit dem κώρυκος 2, Sackkampf, Hippocr.
Greek Monolingual
η (Α κωρυκομαχία, ιων. τ. κωροκομαχία)
άθλημα ή παιχνίδι με τον κώρυκο, δηλαδή χτύπημα με τα χέρια από τους αθλητές ή από τα παιδιά δερμάτινου σάκου γεμάτου με άμμο ή αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώρυκος + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ιππομαχία, νυκτομαχία].