κωρυκοβολία

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωρῠκοβολία Medium diacritics: κωρυκοβολία Low diacritics: κωρυκοβολία Capitals: ΚΩΡΥΚΟΒΟΛΙΑ
Transliteration A: kōrykobolía Transliteration B: kōrykobolia Transliteration C: korykovolia Beta Code: kwrukoboli/a

English (LSJ)

ἡ, exercise with punching-bag, Aret.CD2.13 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1547] ἡ, das Sackwerfen, = Folgdm, Aret.

Greek Monolingual

κωρυκοβολία, ἡ (Α)
η κωρυκομαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώρυκος + -βολία (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο-βολία, τοξοβολία.