φιλαναγνώστης

From LSJ
Revision as of 12:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φιλαναγνώστης Medium diacritics: φιλαναγνώστης Low diacritics: φιλαναγνώστης Capitals: ΦΙΛΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
Transliteration A: philanagnṓstēs Transliteration B: philanagnōstēs Transliteration C: filanagnostis Beta Code: filanagnw/sths

English (LSJ)

φιλαναγνώστου, ὁ, fond of reading, Plu.Alex.8.

German (Pape)

[Seite 1274] ὁ, das Lesen liebend, Freund des Lesens, Plut. Alex. 8.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui aime la lecture.
Étymologie: φίλος, ἀναγνώστης.

Russian (Dvoretsky)

φιλαναγνώστης: ου ὁ любитель чтения Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλᾰναγνώστης: -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἀνάγνωσιν, Πλουτ. Ἀλεξ. 8.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. φιλαναγνώοτρια Ν
αυτός που του αρέσει η ανάγνωση, το διάβασμα («ἦν δὲ φύσει φιλόλογος... καὶ φιλαναγνώστης», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀναγνώστης.

Greek Monotonic

φῐλᾰνᾱγνώστης: -ου, ὁ, αυτός που αγαπά το διάβασμα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

φῐλ-ᾰναγνώστης, ου, ὁ,
fond of reading, Plut.