λουτροδάϊκτος

From LSJ
Revision as of 12:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λουτροδάϊκτος Medium diacritics: λουτροδάϊκτος Low diacritics: λουτροδάϊκτος Capitals: ΛΟΥΤΡΟΔΑΪΚΤΟΣ
Transliteration A: loutrodáïktos Transliteration B: loutrodaiktos Transliteration C: loutrodaiktos Beta Code: loutroda/i+ktos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, slain in the bath, A.Ch.1071 (anap.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tué dans le bain.
Étymologie: λουτρόν, δαΐζω.

German (Pape)

im Bade getötet, Aesch. Ch. 1067.

Russian (Dvoretsky)

λουτροδάϊκτος: умерщвленный в бане (Ἀχαιῶν πολέμαρχος ἀνήρ, sc. Ἀγαμέμνων Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λουτροδάϊκτος: -ον, ὁ φονευθεὶς ἐν τῷ λουτρῷ, Αἰσχύλ. Χο. 1071.

Greek Monolingual

λουτροδάϊκτος, -ον (Α)
αυτός που φονεύθηκε στο λουτρόλουτροδάϊκτος δ' ὤλετ' 'Αχαιῶν πολέμαρχος ἀνήρ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λουτρόν + -δάϊκτος (< δαΐζω «σφάζω, φονεύω»), πρβλ. ανδροδάικτος, πυργοδάικτος].

Greek Monotonic

λουτροδάϊκτος: -ον (δαΐζω), αυτός που φονεύτηκε στο λουτρό, σε Αισχύλ.