πλέγδην
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
Adv. entwined, APl.4.196 (Alc. Mess.), Opp.H.2.317.
German (Pape)
[Seite 628] adv., flechtweis, Opp. Hal. 2, 317.
French (Bailly abrégé)
adv.
en entrelaçant.
Étymologie: πλέκω.
Greek (Liddell-Scott)
πλέγδην: Ἐπίρρ., συμπεπλεγμένως, ἐμπεπλεγμένως, Ὀππ. Ἁλ. 2. 317, Ἀνθ. Πλαν. 196.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με συμπλοκή, μπερδεμένα («αὐτὰρ ὅ χεῖρας πλέγδην οὐκ ἀνίησιν ἀπ' αὐχένος», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επιρρμ. κατάλ. -δην (με τροπή του -κ- σε -γ- αφομοιωτικά προς το -δ-), πρβλ. αρπάγδην].
Greek Monotonic
πλέγδην: (πλέκω), επίρρ., πολύπλοκα περιπλεγμένα, σε Ανθ.
Middle Liddell
πλέκω
adv. entwined, entangled, Anth.