ἐξαναφαίνω
From LSJ
English (LSJ)
bring up and show, Orph.A.1357 (tm.), Man.2.153.
Spanish (DGE)
1 tr. sacar a la luz, alumbrar, dar a luz Δηίλοχός μ' ἐτέκνωσε, Φιλουμενὴ ἐξανέφηνε CEG 605.1 (Pireo IV a.C.), cf. Orph.Fr.540.2, astrol., c. ac. y part. pred. αὐτοὺς ... ἐξανέφηνεν ἐϋπρήσσοντας ἄναξιν Man.2.153.
2 intr. surgir, aparecer c. gen. de lugar ἐκ δ' ἀνέφηνε μεσσατίων Σποράδων Orph.A.1357 (tm.).
German (Pape)
[Seite 868] herausbringen u. zeigen; Man. 2, 153; in tmesi, Orph. Arg. 1354.
French (Bailly abrégé)
faire paraître au grand jour.
Étymologie: ἐξ, ἀναφαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναφαίνω: καθιστῶ τι ἐμφανές, ἐπιδεικνύω, Ὀρφ. Ἀργ. 1354, ἀποδείκνυμι, περιίστημι, Μανέθ. 153.
Greek Monolingual
ἐξαναφαίνω (Α)
εμφανίζω κάτι εντελώς, το καθιστώ εμφανές, ολοφάνερο.