κατώρροπος
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
κατώρροπον, = κατάρροπος, Olymp.in Phd.p.244 N.
Greek Monolingual
κατώρροπος, -ον (Α)
κατάρροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -ρροπος (< ῥοπή), πρβλ. αντίρροπος, ομόρροπος].