ἀσύνδηλος
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
ἀσύνδηλον, strengthened for ἄδηλος, Plu.Lyc.28.
Spanish (DGE)
-ον completamente desconocido τόποι Plu.Lyc.28.
German (Pape)
[Seite 380] = ἄδηλος, Plut. Lyc. 28.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait inconnu.
Étymologie: ἀ, σύνδηλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσύνδηλος: совершенно неведомый, сокровенный (τόποι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύνδηλος: -ον, ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἄδηλος, Πλουτ. Λυκ. 28.
Greek Monolingual
ἀσύνδηλος, -ον (Α) σύνδηλος
ο άδηλος.
Greek Monotonic
ἀσύνδηλος: -ον, αυτός που δεν είναι προφανής, αβέβαιος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
not manifest, Plut.