σύνδηλος

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνδηλος Medium diacritics: σύνδηλος Low diacritics: σύνδηλος Capitals: ΣΥΝΔΗΛΟΣ
Transliteration A: sýndēlos Transliteration B: syndēlos Transliteration C: syndilos Beta Code: su/ndhlos

English (LSJ)

σύνδηλον, quite clear or manifest, Arist.Po.1451a10, Hp.Ep. 27.

German (Pape)

[Seite 1006] ganz deutlich, offenbar; Arist. poet. 7, 12; Plut. Pyrrh. 34.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait évident.
Étymologie: σύν, δῆλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύν-δηλος -ον helemaal duidelijk.

Russian (Dvoretsky)

σύνδηλος: совершенно ясный, очевидный Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σύνδηλος: -ον, κατάδηλος, «ὁλοφάνερος», μέχρι τοῦ σύνδηλος εἶναι Ἀριστ. Ποιητ. 7. 12, Πλουτ. Πύρρ. 34 ἐν τέλει.

Greek Monolingual

-ον, Α
εντελώς φανερός, ολοφάνερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δῆλος «φανερός» (πρβλ. κατάδηλος)].

Greek Monotonic

σύνδηλος: -ον, προφανής, καταφανής, πασίδηλος, σε Αριστ.

Middle Liddell

σύν-δηλος, ον,
quite clear or manifest, Arist.