σύνδηλος
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
σύνδηλον, quite clear or manifest, Arist.Po.1451a10, Hp.Ep. 27.
German (Pape)
[Seite 1006] ganz deutlich, offenbar; Arist. poet. 7, 12; Plut. Pyrrh. 34.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait évident.
Étymologie: σύν, δῆλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύν-δηλος -ον helemaal duidelijk.
Russian (Dvoretsky)
σύνδηλος: совершенно ясный, очевидный Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σύνδηλος: -ον, κατάδηλος, «ὁλοφάνερος», μέχρι τοῦ σύνδηλος εἶναι Ἀριστ. Ποιητ. 7. 12, Πλουτ. Πύρρ. 34 ἐν τέλει.
Greek Monolingual
-ον, Α
εντελώς φανερός, ολοφάνερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δῆλος «φανερός» (πρβλ. κατάδηλος)].
Greek Monotonic
σύνδηλος: -ον, προφανής, καταφανής, πασίδηλος, σε Αριστ.