πύρρα

From LSJ
Revision as of 12:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πλακουντοποιικόν σύγγραμμα → A Treatise on the Art of Making Cheesecake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύρρᾱ Medium diacritics: πύρρα Low diacritics: πύρρα Capitals: ΠΥΡΡΑ
Transliteration A: pýrra Transliteration B: pyrra Transliteration C: pyrra Beta Code: pu/rra

English (LSJ)

ἡ, (πυρρός) a red-coloured bird, Ael.NA4.5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sorte d'oiseau rouge.
Étymologie: πυρρός.

Greek (Liddell-Scott)

πύρρᾱ: ἡ, (πυρρὸς) πτηνόν τι ἐρυθρὸν τὸ χρῶμα, Αἰλ. περὶ Ζῴων 4. 5. ΙΙ. μυθολογικὸν ὄνομα τῆς Θεσσαλίας, ἡ ἐρυθρὰ γῆ, ὅθενμῦθος τῆς Πύρρας καὶ τοῦ Δευκαλίωνος, M. Müller Sc. of Lang. I. σ. 12.

Greek Monolingual

ἡ, ΝΑ πυρρός
ως κύριο όν. Πύρρα
κόρη του Επιμηθέως και της Πανδώρας και σύζυγος του Δευκαλίωνος
αρχ.
1. ως κύριο όν. μυθική ονομασία της Θεσσαλίας προερχόμενη από τον μύθο της Πύρρας και του Δευκαλίωνος
2. (ως προσηγορ.) είδος πτηνού με κόκκινο χρώμα.

German (Pape)

ἡ, ein rötlicher Vogel, Ael. H.A. 4.5, Opp. Ix. 3.13, auch πυρρίας genannt.