κεροβόας

From LSJ
Revision as of 12:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεροβόας Medium diacritics: κεροβόας Low diacritics: κεροβόας Capitals: ΚΕΡΟΒΟΑΣ
Transliteration A: kerobóas Transliteration B: keroboas Transliteration C: kerovoas Beta Code: kerobo/as

English (LSJ)

-ου, ὁ, horn-sounding, λωτοί AP6.94 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1425] ὁ, horntönend, heißt die Flöte, λωτός, Philip. 6 (VI, 94), weil sie am untern Ende mit Horn besetzt ist.

French (Bailly abrégé)

όου;
adj. m.
à l'embouchure de corne, sonore.
Étymologie: κέρας, βοή.

Russian (Dvoretsky)

κεροβόᾱς: ου adj. m издающий звук рога, звучащий как рог (λωτός Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κεροβόας: -ου, ὁ, ὁ βοῶν ἢ ἠχῶν ὡς κέρας, ἐπὶ αὐλοῦ κερατίνου, Ἀνθ. Π. 6. 94.

Greek Monolingual

κεροβόας, ο (Α)
αυτός που ηχεί σαν κέρας («λωτούς κεροβόας», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -βόας (< βοῶ), πρβλ. νυκτιβόας, χαλκοβόας].

Greek Monotonic

κεροβόας: -ου, ὁ (βοάω), αυτός που ηχεί σαν κέρατο, λέγεται για κεράτινο αυλό, σε Ανθ.

Middle Liddell

κερο-βόας, ου, βοάω
horn-sounding, of a horn flute, Anth.