κεροβόας
From LSJ
English (LSJ)
-ου, ὁ, horn-sounding, λωτοί AP6.94 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1425] ὁ, horntönend, heißt die Flöte, λωτός, Philip. 6 (VI, 94), weil sie am untern Ende mit Horn besetzt ist.
French (Bailly abrégé)
όου;
adj. m.
à l'embouchure de corne, sonore.
Étymologie: κέρας, βοή.
Russian (Dvoretsky)
κεροβόᾱς: ου adj. m издающий звук рога, звучащий как рог (λωτός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
κεροβόας: -ου, ὁ, ὁ βοῶν ἢ ἠχῶν ὡς κέρας, ἐπὶ αὐλοῦ κερατίνου, Ἀνθ. Π. 6. 94.
Greek Monolingual
κεροβόας, ο (Α)
αυτός που ηχεί σαν κέρας («λωτούς κεροβόας», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -βόας (< βοῶ), πρβλ. νυκτιβόας, χαλκοβόας].
Greek Monotonic
κεροβόας: -ου, ὁ (βοάω), αυτός που ηχεί σαν κέρατο, λέγεται για κεράτινο αυλό, σε Ανθ.