λινόκροκος

From LSJ
Revision as of 12:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόκροκος Medium diacritics: λινόκροκος Low diacritics: λινόκροκος Capitals: ΛΙΝΟΚΡΟΚΟΣ
Transliteration A: linókrokos Transliteration B: linokrokos Transliteration C: linokrokos Beta Code: lino/krokos

English (LSJ)

λινόκροκον, flaxwoven, φᾶρος E.Hec.1081.

German (Pape)

[Seite 49] von Flachs gewebt, leinen, φᾶρος, vom Segel, Eur. Hec. 1081.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au tissu de lin.
Étymologie: λίνον, κρέκω.

Russian (Dvoretsky)

λῐνόκροκος: сотканный из льна, льняной (φᾶρος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόκροκος: -ον, ὑφασμένος διὰ λινῆς κρόκης, φᾶρος Εὐρ. Ἑκ. 1081.

Greek Monolingual

λινόκροκος, -ον (Α)
υφασμένος με λινή κλωστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κρόκος (πρβλ. διάκροκος].

Greek Monotonic

λῐνόκροκος: -ον (κρέκω), υφασμένος από λινή κλωστή, λινός, σε Ευρ.

Middle Liddell

λῐνό-κροκος, ον κρέκω
flax-woven, Eur.