ἐπάχθομαι
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
English (LSJ)
to be annoyed at.., κακοῖς E.Hipp.1260.
German (Pape)
[Seite 907] (s. ἄχθομαι), sich belästigt fühlen, betrübt sein, κακοῖς Eur. Hipp. 1260.
French (Bailly abrégé)
s'affliger de, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἄχθομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπάχθομαι: быть удручаемым, огорчаться (κακοῖς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάχθομαι: ἄχθομαι ἐπί τινι, οὔθ’ ἥδομαι τοῖσδ’ οὔτ’ ἐπάχθομαι Εὐρ. Ἱππ. 1260.
Greek Monolingual
ἐπάχθομαι (Α)
στενοχωριέμαι, λυπάμαι για κάτι («ἥδομαι τοῑσδ' οὔτ' ἐπάχθομαι κακοῖς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άχθομαι «δυσανασχετώ»].
Greek Monotonic
ἐπάχθομαι: Παθ., ενοχλούμαι με κάτι, με δοτ., σε Ευρ.
Middle Liddell
Pass. to be annoyed at a thing, c. dat., Eur.