καταστοχασμός
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
ὁ, conjecture, D.S.1.37.
German (Pape)
ὁ, das Erzielen, Erraten, die Mutmaßung, DS. 1.37.
Russian (Dvoretsky)
καταστοχασμός: ὁ предположение, догадка (ὑπόνοια καί κ. Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
καταστοχασμός: ὁ, εἰκασία, ἐπίτευξις, εἰς ὑπόνοιαν καὶ κ. πιθανὸν Διόδ. 1. 37.
Greek Monolingual
καταστοχασμός, ὁ (Α) καταστοχάζω
υπόνοια, εικασία, συμπέρασμα.