λινόπλεκτος
From LSJ
Menander, fragment 761
English (LSJ)
λινόπλεκτον, twisted of flax or plaited of flax, Nonn. D. 26.56 codd. λινόπληκτος, ον, shy of the net, of animals that have been caught and escaped, Plu.2.642a:—also λινοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, Hsch.: Sup. λινοπληγέστατος, ἰχθῦς Numen. ap. Ath.7.321b.
German (Pape)
[Seite 49] aus Flachs geflochten, Nonn. D. 26, 56.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνόπλεκτος: -ον, πεπλεγμένος ἐκ λίνου, Νόνν. Δ. 26. 56.
Greek Monolingual
λινόπλεκτος, -ον (Α)
πλεγμένος με λίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -πλεκτος (< πλέκω), πρβλ. εύπλεκτος, θεμίπλεκτος].