ἄνυλος
From LSJ
ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
English (LSJ)
ἄνυλον, (ὕλη)
A treeless, τόμοι Thphr. CP 1.5.2 (v.l. ἄϋλος).
2 immaterial, Ascl.in Metaph.26.4.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene árboles τόποι Thphr.CP 1.5.2.
2 inmaterial τὸ εἶδος Ascl.in Metaph.26.4.
German (Pape)
[Seite 266] (ὕλη), 1) ohne Wald, ohne Holz, Theophr. – 2) ohne Materie, unkörperlich; Sp. auch ἄϋλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνῡλος: -ον, (ὕλη) ὁ ἄνευ δάσους, δι’ ὃ καὶ αἱ μεταστάσεις τῶν ποταμῶν πολλοὺς τόπους ποιοῦσιν ὑλώδεις τούς πρότερον ἀνύλους Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 5, 2· (διάφ. γραφ. ἄϋλος).