ἀποψήφισις
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A acquittal, Antipho 5.9.
2 disfranchisement, D.57.2 and 4(pl.), cf. IG2.841b102.
3 final vote, SIG344.120 (Teos).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I expulsión (del demos, de la condición de ciudadano) D.57.2, ὅσοι νῦν ἐπὶ ταῖς ἀποψηφίσεσιν κατηγοροῦσιν D.57.4, cf. IG 22.1237.102 (IV a.C.).
II 1absolución πεποιήκασιν ὑμῖν τὴν ἀποψήφισίν μου Antipho 5.9.
2 votación final, SIG 344.120 (Teos IV a.C.).
German (Pape)
[Seite 337] ἡ, 1) Lossprechung. – 2) Verwerfung durch Stimmenmehrheit, Antiph. 5, 9.
Russian (Dvoretsky)
ἀποψήφῐσις: εως ἡ юр. голосование против обвинения, оправдание Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποψήφισις: -εως, ἡ, ἀθῴωσις, Ἀντιφῶν 130. 20. 2) ἀποστέρησις τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων, Δημ. 1299. 18, 1300. 12. 3) ἀκύρωσις, ἀναίρεσις, Ἐπιγρ. ἐν Hicks ἀρ. 149.19.
Greek Monolingual
ἀποψήφισις, η (Α)
1. αθώωση κατηγορουμένου
2. στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων
3. απορριπτική ψήφος.