συνεκπορίζω

From LSJ
Revision as of 13:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκπορίζω Medium diacritics: συνεκπορίζω Low diacritics: συνεκπορίζω Capitals: ΣΥΝΕΚΠΟΡΙΖΩ
Transliteration A: synekporízō Transliteration B: synekporizō Transliteration C: synekporizo Beta Code: sunekpori/zw

English (LSJ)

help in procuring or help in supplying, τινί τι X.An. 5.8.25; προφάσεις Plu.2.73e; τὰ ἀναγκαῖα Hierocl. in CA11p.444M.

German (Pape)

[Seite 1013] mit oder zugleich ausfinden u. anschaffen, Xen. An. 5, 8, 25 u. Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

contribuer à fournir, à procurer.
Étymologie: σύν, ἐκπορίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εκπορίζω helpen te verschaffen of beschikbaar te maken, met dat. en acc.. εἰ... τῳ... ἀποροῦντι συνεξεπόρισά τι als ik iemand in nood iets heb helpen verschaffen Xen. An. 5.8.25.

Russian (Dvoretsky)

συνεκπορίζω:
1 доставлять, добывать (τινί τι Xen.);
2 выдумывать, изобретать (προφάσεις εὐσχήμονας Plut.).

Greek Monolingual

Α
συμβάλλω σε προμήθεια ή παροχή («εἰ δὲ τῳ ἢ ἀσθενοῦν τι ἢ ἀποροῦν τι συνεξεπόρισά τι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπορίζω «χορηγώ, προμηθεύω»].

Greek Monotonic

συνεκπορίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, συμβάλλω στην προμήθεια ή τον εφοδιασμό, χορηγώ από κοινού, τί τινι, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπορίζω: βοηθῶ, συνεργῶ εἰς πορισμὸν ἢ παροχήν, εἰ δέ τῳ ἢ ἀσθενοῦντι ἢ ἀποροῦντι συνεξεπόρισά τι Ξεν. Ἀνάβ. 5. 8, 25· προφάσεις εὐσχήμονας ἀμωσγέπως συνεκπορίζειν Πλούτ. 2. 73Ε.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ
to help in procuring or supplying, τί τινι Xen.