ἐξόμιλος

From LSJ
Revision as of 13:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξόμῑλος Medium diacritics: ἐξόμιλος Low diacritics: εξόμιλος Capitals: ΕΞΟΜΙΛΟΣ
Transliteration A: exómilos Transliteration B: exomilos Transliteration C: eksomilos Beta Code: e)co/milos

English (LSJ)

ἐξόμιλον, out of one's society, alien, S.Tr.964 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 886] außer Verkehr, ξένων γὰρ ἐξόμιλος ἥδε ἡ βάσις Soph. Trach. 960, fern von den Anderen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans relations avec personne, étranger.
Étymologie: ἐξ, ὅμιλος.

Russian (Dvoretsky)

ἐξόμῑλος: чужой, чуждый, необычный: ξένων ἐ. βάσις Soph. незнакомая поступь чужих людей.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξόμιλος: -ον, ὁ ἔξω ὁμίλου τινός, ἀλλότριος, ξένων γὰρ ἐξόμιλος ἥδε τις βάσις Σοφ. Τρ. 964.

Greek Monolingual

ἐξόμιλος, -ον (Α) όμιλος
αυτός που βρίσκεται μακριά από τον όμιλο, από τη συγκεντρωμένη ομάδα.

Greek Monotonic

ἐξόμῑλος: -ον, αυτός που βρίσκεται έξω από τον κύκλο του, ξένος, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἐξ-όμῑλος, ον
out of one's own society, alien, Soph.