ταὐτόσημος

From LSJ
Revision as of 13:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταὐτόσημος Medium diacritics: ταὐτόσημος Low diacritics: ταυτόσημος Capitals: ΤΑΥΤΟΣΗΜΟΣ
Transliteration A: tautósēmos Transliteration B: tautosēmos Transliteration C: taftosimos Beta Code: tau)to/shmos

English (LSJ)

ταὐτόσημον, of the same signification, Eust.103.23:

German (Pape)

[Seite 1075] dasselbe bezeichnend, gleichbedeutend, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ταὐτόσημος: -ον, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν σημασίαν Εὐστ. 103. 13· ταὐτοσήμαντος, ον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 16, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / ταὐτόσημος, -ον, ΝΜ
(για όρους, λέξεις, εκφράσεις) αυτός που έχει την ίδια ακριβώς σημασία με άλλον, ταυτοσήμαντος
νεοελλ.
1. όμοιος, απαράλλαχτος
2. φρ. «ταυτόσημη διακοίνωση» — διακοίνωση που επιδίδεται από πολλούς πρεσβευτές και έχει το ίδιο περιεχόμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -σημος (< σῆμα), πρβλ. πολύσημος].