ἐριώπης
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
English (LSJ)
ἐριώπου, ὁ, fem. ἐριῶπις, ιδος, (ὤψ) large-eyed, full-eyed, in fem., Hom.Epigr.1.2: fem. acc. ἐριώπεα Max.545 (s. v.l.); ἐρίωπα Id.32.
German (Pape)
[Seite 1031] ὁ, u. fem. ἐριῶπις, großäugig, Letzteres Hom. ep. 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριώπης: -ου, ὁ θηλ. -ῶπις, ιδος, (ὢψ) μεγαλόφθαλμος, ἐν τῷ θηλ. Κύμης ἐριώπιδα κούρην Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 1. 2· ἐν τῷ ἀρσ. κατ’ αἰτ. ἐριώπεα Μάξιμ. π. Καταρχ. 545· ἐρίωπα αὐτόθι 32. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐριῶπις· μεγαλόφθαλμος. καὶ ἡ Ἀγχίσου γυνὴ» καὶ «ἐριώπιδος· εὐώπιδος».
Greek Monolingual
ἐριώπης, ὁ, (θηλ. ἐριῶπις) (Α)
αυτός που έχει μεγάλα, ωραία μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + -ωπης (< ωψ «οφθαλμός» που απαντά μόνο ως β’ συνθετικό
πρβλ. ελίκωψ, μύωψ + κατάλ. -ης)].