προμετωπίδιος

From LSJ
Revision as of 12:02, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμετωπίδιος Medium diacritics: προμετωπίδιος Low diacritics: προμετωπίδιος Capitals: ΠΡΟΜΕΤΩΠΙΔΙΟΣ
Transliteration A: prometōpídios Transliteration B: prometōpidios Transliteration C: prometopidios Beta Code: prometwpi/dios

English (LSJ)

προμετωπίδιον,
A before or on the forehead, τρίχες Ph.2.479, cf. Ael.NA14.26; π. τοῖχος in front, J.AJ15.11.5.
II Subst. προμετωπίδιον, τό, skin of the forehead, προμετωπίδια ἵππων ἐκδεδαρμένα Hdt.7.70.
2 frontpiece, frontlet, esp. for horses, X.An.1.8.7, Cyr.6.4.1 (but chest-piece, Arr.Tact.4.1, 34.8); also στέφανος χρυσοῦς… ἔχων π. prob. in IG22.1652.7.
3 skull of an ox, Thphr. Char.21.7; π. βοῶν Chron.Lind.C.110 (pl.).

German (Pape)

[Seite 734] vor der Stirn; bes. τὸ προμ., Stirnbedeckung, Xen. Cyr. 6, 4, 1 An. 1, 8, 7 u. sonst; κέντρον, Ael. H. A. 14, 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
adj. placé devant ou sur le front;
subst. τὸ προμετωπίδιον :
1 frontail, armure pour protéger le front d'un cheval de guerre;
2 sorte de casque fait de la peau du front et des oreilles d'un cheval.
Étymologie: πρό, μέτωπον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προμετωπίδιος -ον [πρό, μέτωπον] voorhoofds-; subst. τὸ προμετωπίδιον hoofdbedekking; voorhoofdplaat (van paarden); Xen. An. 1.8.7; (voorste deel van) schedel. Thphr. Char. 21.7.

Greek Monolingual

-α, -ο / προμετωπίδιος, -ον, ΝΑ
αυτός που βρίσκεται μπροστά ή πάνω στο μέτωπο («προμετωπίδιοι τρίχες», Φίλ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το προμετωπίδιο
δερμάτινο λουρί του χαλινού που προσαρμόζεται στο μέτωπο του ζώου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. α) το πρόσθιο τμήμα του κρανίου ζώου, ιδίως βοδιού
β) το δέρμα ή οι τρίχες του μετώπου, ιδίως αλόγου («προμετωπίδια ἵππων ἐκδεδαρμένα», Ηρόδ.)
γ) κόσμημα για το μέτωπο, ιδίως τών αλόγων («ὥπλιζον δὲ καὶ ἵππους προμετωπιδίοις καὶ προστερνιδίοις», Ξεν.)
δ) (σχετικά με άνθρωπο) διακόσμηση στο πρόσθιο μέρος στέμματος ή στεφανιού («στέφανος χρυσοῦς... ἔχων προμετωπίδιον», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προμέτωπος + επίθημα -ίδιος (πρβλ. προγαστρίδιος)].

Greek Monotonic

προμετωπίδιος: -α, -ον (μέτωπον),
1. αυτός που βρίσκεται μπροστά ή στο μπροστινό μέρος· προμετωπίδιον, τό, το δέρμα ή τα μαλλιά του μετώπου, σε Ηρόδ.
2. η προμετωπίδα των αλόγων, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

προμετωπίδιος: -α, -ον, ὁ πρὸ τοῦ μετώπου ἢ ἐπὶ τοῦ μετώπου, Αἰλ. π. Ζ. 14. 26, Ἐτυμολ. Μέγ.· πρ. τοῖχος, πρόσθιος, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 11, 5. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., προμετωπίδιον, τό, τὸ δέρμα ἢ αἱ τρίχες τοῦ μετώπου, ἵππων προμετωπίδια Ἡρόδ. 7. 70. 2) κόσμημα τοῦ μετώπου, μάλιστα ἵππων, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 8, 7, Κύρ. 6. 4, 1· ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπων, Συλλ. Ἐπιγρ. 159. 8.

Middle Liddell

προ-μετωπίδιος, η, ον μέτωπον
1. before or on the forehead:— προμετωπίδιον, ου, the skin or hair of the forehead, Hdt.
2. a frontlet for horses, Xen.