ἐξεπίσταμαι
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
A know thoroughly, τι Hdt.2.43, 5.93: c. part., know well that.., ἐ. τὸν Κῦρον οὐκ ἀτρεμίζοντα Id.1.190, cf. S.OC1584; τὸν θεὸν τοιοῦτον (sc. ὄντα) ἐ. Id.Fr.771: c. inf., know well how to do, Id.Ant.480: with εὖ, Hdt.3.146, A.Ag.838; καλῶς S.OC417, etc.: c. acc. et inf.; know that, Id.Ant.293.
II know by heart, τὸν λόγον Pl.Phdr.228b.
German (Pape)
[Seite 877] (s. ἐπίσταμαι), genau wissen, verstehen; εὖ Aesch. Ag. 812; Soph. O. C. 560; αὕτη δ' ὑβρίζειν ἐξηπίστατο Ant. 476; Ar. Vesp. 1249; Her. 7, 39 u. oft, u. Sp.; c. part., ὡς λελοιπότα κεῖνον ἐξεπίστασο Soph. O. C. 1584; – ἐξεπιστάμενος τὸν λόγον Plat. Phaedr. 228 b, auswendig wissen.
French (Bailly abrégé)
savoir à fond, savoir parfaitement : τι qch ; avec un part., savoir parfaitement que qqn.
Étymologie: ἐξ, ἐπίσταμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξεπίστᾰμαι:
1 хорошо знать (τι Her.): ἐξεπιστάμενος, μνήμην οὐ ποιήσομαι Her. хотя я и знаю, но упоминать (об этом) не стану;
2 уметь, отваживаться (ὑβρίζειν ἐξηπίστατο Soph.);
3 (тж. ἐ. ἀπὸ στόματος Arst.) знать наизусть (τι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεπίσταμαι: γιγνώσκω καλῶς, τι Ἡρόδ. 2. 43., 5. 93, καὶ Ἀττ.: ― μετὰ μετοχ., γιγνώσκω καλῶς ὅτι..., ἐξ. τὸν Κῦρον οὐκ ἀτρεμίζοντα ὁ αὐτὸς 1. 190, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1584· τὸν θεὸν τοιοῦτον (ἐνν. ὄντα) ἐξ. ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 707, πρβλ. Ἀντ. 293· ἀλλὰ μετ’ ἀπαρ., γιγνώσκω καλῶς πῶς νὰ πράξω τι, ὁ αὐτ. Ἀντ. 480, πρβλ. ἐπίσταμαι· συχνάκις μετὰ τοῦ εὖ ἢ καλῶς, Ἡρόδ. 3. 146 κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 838, Σοφ. Ο. Κ. 417, κτλ. ΙΙ. γιγνώσκω ἀπὸ στήθους, τὸν λόγον Πλάτ. Φαῖδρ. 228C.
Greek Monolingual
ἐξεπίσταμαι (Α)
1. γνωρίζω καλά («μᾶλλον τῶν θεῶν τὰ οὐνόματα ἐξεπιστέατο Αἰγύπτιοι ἤ τοῦ Ἡρακλέους», Ηρόδ.)
2. γνωρίζω απ' έξω, έχω αποστηθίσει («ἐξεπίσταμαι τὸν λόγον»).
Greek Monotonic
ἐξεπίστᾰμαι: αποθ., γνωρίζω ολοκληρωμένα, γνωρίζω καλά, σε Ηρόδ., Αττ.· με απαρ., ξέρω καλά πώς να κάνω κάτι, σε Σοφ.
Middle Liddell
Dep. to know thoroughly, know well, Hdt., attic; c. inf. to know well how to do, Soph.