ὑπεραλγέω
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
A feel pain for or because of, ἀπάτης S.Ant.630 (anap.), cf. E.Alc.883 (anap.), Hipp.260 (anap.), Ar.Av.466 (anap.).
2 grieve exceedingly, τινι αί a thing, Hdt.2.129, Arist.Rh.1380b33; ἐπί τινι Luc.Asin.38: abs., E.Med.118 (anap.); ὑπεραλγεῖν ἀλγοῦντι παρόντα Arist.Rh.1383b33; ὑ. φροντίδα in mind, E.Heracl.619 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1190] 1) sich betrüben, Schmerz empfinden über Etwas, τινός, Soph. Ant. 626; Ar. Av. 466; Bei Sp. auch c. acc., Luc. asin. 38. – 2) sich übermäßig betrüben; Eur. Med. 118; Heracl. 620; τινί, Her. 2, 129.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 (ὑπέρ au-dessus) s'affliger extrêmement, se désoler : τινι, ἐπί τινι de qch;
2 (ὑπέρ pour) s'affliger au sujet de : τινος s'affliger de qch.
Étymologie: ὑπέρ, ἀλγέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεραλγέω:
1 чрезмерно или глубоко сокрушаться: ὑ. τινι Her. и ἐπί τινι Luc. тяжело скорбеть о ком(чем)-л.; ὑ. ἀλγοῦντι Arst. выражать скорбящему преувеличенное сострадание; μὴ ὑπαράλγει φροντίδα λύπᾳ Eur. не предавайся столь страшному отчаянию;
2 сокрушаться по (какому-л.) поводу: ὑ. τινος Soph., Eur., Arph. сокрушаться из-за кого(чего)-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεραλγέω: αἰσθάνομαι ἄλγος διά τι ἢ ἐξ αἰτίας τινός, ἀπάτας λεχέων ὑπεραλγῶν, θλιβόμενος διὰ τὴν ἀποτυχίαν τοῦ γάμου του, Σοφ. Ἀντ. 630, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 885, Ἱππόλ. 260, Ἀριστοφ. Ὄρν. 466. 2) θλίβομαι καθ’ ὑπερβολήν· τινι, διά τι πρᾶγμα, Ἡρόδ. 2. 129, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 3, 17· ἐπί τινι Λουκ. Ὄνος 38· - ἀπολ., Εὐρ. Μήδ. 118· ὑπεραλγεῖν ἀλγοῦντι παρόντα Ἀριστ. Ρητορ. 2. 6, 8· ὑπ. φροντίδα, θλίβομαι τὸν νοῦν, τὴν ψυχήν, Εὐρ. Ἡρακλ. 619.
Greek Monotonic
ὑπερᾰλγέω: μέλ. -ήσω,
1. νιώθω πόνο για ή εξαιτίας, τινός, σε Σοφ., Ευρ.
2. θλίβομαι υπερβολικά, τινί για κάτι, σε Ηρόδ., Αριστ.· απόλ., σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to feel pain for or because of, τινός Soph., Eur.
2. to grieve exceedingly, τινί at a thing, Hdt., Arist.:—absol., Eur.