γομφίος
Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant
English (LSJ)
(sc. ὀδούς), ὁ, more Att. than μύλος, Moer.111: (γόμφος): —
A grinder-tooth, molar, chiefly in plural, Hp.Epid.5.100, Hdt.9.83, Ar. Pax34, etc.; ψοφεῖ δ' ὁ γ. Epich.21; γομφίους συγκρούων with his teeth chattering, Babr.92.8; opp. προσθίος, X.Mem.1.4.6, Arist.PA 661b8.
II tooth of a key, Ar.Th.423.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): γόμφιος Hp.Epid.5.100
I molar, muela ψοφεῖ δ' ὁ γ. Epich.8.3, cf. Ar.Pl.1059, Moer.103
•op. πρόσθιος X.Mem.1.4.6, Arist.PA 661b8
•frec. en plu., Hp.l.c., Hdt.9.83, Ar.Pax 34, Luc.VH 2.1, Gal.2.753, γομφίους ... συγκρούων haciendo rechinar las muelas Babr.92.8.
II fig.
1 diente de llave Ar.Th.423.
2 venablo, saeta, flecha ῥαιβῷ χεῖρας ὥπλισε ... ἀφύκτων γομφίων λυροκτύπῳ armó sus manos con el curvo arco ... lira resonante de inevitables flechas Lyc.918.
German (Pape)
[Seite 500] ὁ, sc. ὀδούς, Backenzahn (von γόμφος, der Gestalt wegen); Her. 9, 83; Ar. Pax 34 Ran. 572; Xen. Mem. 1, 4, 6 u. Sp.; vgl. bes. Phryn. com. Ath. II, 52 c τοὺς γομφίους ἅπαντας ἐξέκοψεν, so daß ich nicht eine Mandel knacken kann. – Von dem Zahn am Schlüssel (Bart) Ar. Th. 423.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
s.e. ὀδούς;
dent molaire.
Étymologie: γόμφος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γομφίος -ου, ὁ γόμφος vooral in plur. kies (in gebit); overdr. insnijding (in de baard van een sleutel):. κλείδια... τρεῖς ἔχοντα γομφίους sleutels met drie insnijdingen Aristoph. Th. 423.
Russian (Dvoretsky)
γομφίος: ὁ
1 коренной зуб Her., Arph., Xen., Arst.;
2 бородка ключа (κλειδία τρεῖς ἔχοντα γομφίους Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
γομφίος: (ἐνν. ὀδούς), ὁ, ἀττικώτερον ἢ τὸ μύλος, Μοῖρ. 111 (ἴδε γόμφος)·― τραπεζίτης ὀδούς, Λατ. molaris, Ἡρόδ. 9. 83, Ἀριστοφ. Εἰρ. 34, κτλ., πρβλ. Ἀριστ. Ζῴ. Μ. 3. 1, 3· ψοφεῖ δ’ ὁ γ. Ἐπίχ. 9 Ahr.· γομφίους συγκρούων, συγκρούων τοὺς ὀδόντας του, Βάβρ. 92. 8·― ἀντίθ. τῷ πρόσθιος. ΙΙ. ὁ ὀδοὺς κλειδίου, Ἀριστοφ. Θεσμ. 423.
Greek Monolingual
ο (AM γομφίος) γόμφος
δόντι που έχει σχήμα γόμφου, τραπεζίτης
αρχ.
δόντι κλειδιού.
Greek Monotonic
γομφίος: (ενν. ὀδούς), ὁ (γόμφος), το πιο κοφτερό δόντι, ο τραπεζίτης, Λατ. molaris, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
[sc. ὀδούς
a grinder-tooth, Lat. molaris, Hdt., Ar., etc.
Léxico de magia
ὁ muela símbolo de un demon femenino ἡ δὲ θεὸς ἀκούσασα εὐθέως προσελεύσεται τῇ γραΐδι καὶ λήμψεται αὐτῆς τὸν γομφίον la diosa, al escucharte, se acercará de nuevo a la vieja y tomará su muela P XIa 21 λαβὼν τὸν γομφίον ... ἀκόντισον εἰς τὸ πῦρ toma la muela y arrójala al fuego (para liberar al demon) P XIa 29 usada como amuleto τὴν δὲ μύλην τοῦ ὄνου δήσας ἀργύρῳ καὶ τὸν γομφίον τῆς γραΐδος χρυσῷ περίεχε ἀεί ata el diente de asno con plata y la muela con oro y llévalos siempre P XIa 38