σατραπεία

From LSJ
Revision as of 12:06, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰτρᾰπεία Medium diacritics: σατραπεία Low diacritics: σατραπεία Capitals: ΣΑΤΡΑΠΕΙΑ
Transliteration A: satrapeía Transliteration B: satrapeia Transliteration C: satrapeia Beta Code: satrapei/a

English (LSJ)

Ion. σᾰτρᾰπηΐη, ἡ, satrapy, office or province of a satrap, Hdt. 1.192, 3.89, X.HG3.1.10, OGI221.28 (Ilium, iii B.C.), LXX Jo.13.3 (-ίαις), J.AJ11.3.2:—ξατραπεία, Arr.Fr.10 J., cf. σατράπης.

German (Pape)

[Seite 864] ἡ, die Satrapie, das Amt od. die Provinz eines σατράπης, Statthalterschaft, Xen. Hell. 3, 1, 10 u. A.; ion. σατραπηΐη, Her. 1, 192.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
satrapie, fonction ou gouvernement d'un satrape.
Étymologie: σατράπης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σατραπεία -ας, ἡ [σατραπεύω] satrapie (functie of gebied van een satraap).

Russian (Dvoretsky)

σᾰτρᾰπεία: ион. σᾰτρᾰπηΐη ἡ сатрапия
1 должность сатрапа;
2 управляемая сатрапом область Her., Xen., Arst., Polyb.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σατραπηΐη και ξατραπεία Α σατραπεύω
1. το αξίωμα του σατράπη, καθώς και ο χρόνος κατά τον οποίο ασκούσε το αξίωμά του αυτό
2. επαρχία του αρχαίου περσικού κράτους η οποία βρισκόταν υπό την διοίκηση του σατράπη («τὴν οἱ Πέρσαι σατραπηΐην καλέουσι», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

σᾰτραπεία: Ιων. -ηΐη, , σατραπεία, αξίωμα και διοικητική περιφέρεια σατράπη, σε Ηρόδ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰτρᾰπεία: Ἰων. -ηΐη, ἡ, τὸ ἀξίωμα ἢ ἡ διοικητικὴ περιφέρεια σατράπου, Ἡρόδ. 1. 192., 3. 89, Ξεν. Ἑλλ. 3, 1, 10.

Middle Liddell

σᾰτρᾰπεία, Ionic -ηΐη, ἡ, [from σᾰτράπης]
a satrapy, the office or province of a satrap, Hdt., Xen.

Translations

satrapy

Armenian: սատրապություն; Catalan: satrapia; Czech: satrapie; Dutch: satrapie; Esperanto: satrapio sg; Finnish: satraappikunta; French: satrapie; German: Satrapie; Ancient Greek: σατραπεία, σατραπηΐη, ξατραπεία; Italian: satrapia; Kazakh: сатрапия; Polish: satrapia; Portuguese: satrapia; Romanian: satrapie; Russian: сатрапия; Slovak: satrapia; Spanish: satrapía; Swedish: satrapi; Tajik: сатрапия