πρόνοος

From LSJ
Revision as of 12:07, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut

Menander, Monostichoi, 77
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόνοος Medium diacritics: πρόνοος Low diacritics: πρόνοος Capitals: ΠΡΟΝΟΟΣ
Transliteration A: prónoos Transliteration B: pronoos Transliteration C: pronoos Beta Code: pro/noos

English (LSJ)

πρόνοον, contr. πρόνους, ουν, careful, prudent, A.Supp.969 (anap.), Hdt.3.36: Comp. -νούστερος S.Aj.119.

German (Pape)

[Seite 736] zsgzn πρόνους, vorsichtig, vorbedacht, klug; Aesch. Suppl. 947; Her. 3, 36; compar. προνούστερος, Soph. Ai. 119.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
prévoyant, prudent;
Cp. προνούστερος.
Étymologie: πρό, νόος.

Russian (Dvoretsky)

πρόνοος: стяж. πρόνους 2 предусмотрительный, осмотрительный, благоразумный Her., Aesch., Soph.

Greek (Liddell-Scott)

πρόνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, = προμηθής, προβλεπτικός, προνοητικός, Ἡρόδ. 3. 36, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 969. ― Συγκρ. προνούστερος Σοφ. Αἴ. 119· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 144.

Greek Monolingual

-ο / πρόνοος, -ον, ΝΑ, και πρόνους, -ουν, Α
αυτός που φροντίζει εκ τών προτέρων για κάτι, που προνοεί (α. «η πρόνοος φύσις», Κάλβ.
β) «εὐθαρσῆ Δαναόν, πρόνοον και βούλαρχον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -νοος/-νους (< νοῦς/νόος), πρβλ. ἔννους].

Greek Monotonic

πρόνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ους, = προμηθής, προσεκτικός, σε Ηρόδ.· συγκρ. προνούστερος, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόνοος -οον [πρό, νοῦς] contr. πρόνους poët., voorzichtig, verstandig; comp. προνούστερος. Soph. Ai. 119.