πρόνοος
Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut
English (LSJ)
πρόνοον, contr. πρόνους, ουν, careful, prudent, A.Supp.969 (anap.), Hdt.3.36: Comp. -νούστερος S.Aj.119.
German (Pape)
[Seite 736] zsgzn πρόνους, vorsichtig, vorbedacht, klug; Aesch. Suppl. 947; Her. 3, 36; compar. προνούστερος, Soph. Ai. 119.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
prévoyant, prudent;
Cp. προνούστερος.
Étymologie: πρό, νόος.
Russian (Dvoretsky)
πρόνοος: стяж. πρόνους 2 предусмотрительный, осмотрительный, благоразумный Her., Aesch., Soph.
Greek (Liddell-Scott)
πρόνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, = προμηθής, προβλεπτικός, προνοητικός, Ἡρόδ. 3. 36, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 969. ― Συγκρ. προνούστερος Σοφ. Αἴ. 119· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 144.
Greek Monolingual
-ο / πρόνοος, -ον, ΝΑ, και πρόνους, -ουν, Α
αυτός που φροντίζει εκ τών προτέρων για κάτι, που προνοεί (α. «η πρόνοος φύσις», Κάλβ.
β) «εὐθαρσῆ Δαναόν, πρόνοον και βούλαρχον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -νοος/-νους (< νοῦς/νόος), πρβλ. ἔννους].
Greek Monotonic
πρόνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ους, = προμηθής, προσεκτικός, σε Ηρόδ.· συγκρ. προνούστερος, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόνοος -οον [πρό, νοῦς] contr. πρόνους poët., voorzichtig, verstandig; comp. προνούστερος. Soph. Ai. 119.