κυματωγή

From LSJ
Revision as of 12:07, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμᾰτωγή Medium diacritics: κυματωγή Low diacritics: κυματωγή Capitals: ΚΥΜΑΤΩΓΗ
Transliteration A: kymatōgḗ Transliteration B: kymatōgē Transliteration C: kymatogi Beta Code: kumatwgh/

English (LSJ)

ἡ, (ἄγνυμι) place where the waves break, beach, Hdt. 4.196,9.100, Luc.Herm.84, etc.: in plural, Democr.164.

German (Pape)

[Seite 1530] ἡ, Wogenbruch (ἄγνυμι) Brandung, die Stelle am Gestade, wo sich die Wellen brechen; Her. 4, 196. 9, 100; Luc. Navig. 9 u. öfter. Der Accent κυματώγη ist falsch, s. Lob. Paralip. p. 380.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυματωγή -ῆς, ἡ [κῦμα, ἄγνυμι] branding.

Russian (Dvoretsky)

κῡμᾰτωγή:ἄγνυμι место, где разбиваются волны, взморье Her., Luc., Sext.

Greek Monolingual

η (Α κυμοτωγή)
το σημείο της ακτής όπου σπάζουν τα κύματα
νεοελλ.
το σπάσιμο τών κυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυματο-αγή με συναίρεση < κῦμα, -α-τ-ος + ἀγή «σπάσιμο» (< ἄγνυμι «σπάζω»)].

Greek Monotonic

κῡμᾰτωγή: ἡ (ἄγνυμι), μέρος στο οποίο ξεσπούν τα κύματα, παραλία, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κῡμᾰτωγή: ἡ, (ἄγνυμι) μέρος ἔνθα τὰ κύματα θραύονται, ἡ ἀκτή, Ἡρόδ. 4. 196., 9. 100, Λουκ. Ἑρμότ. 84, κτλ. (Πρβλ. κυματοαγής.)

Middle Liddell

κῡμᾰτ-ωγή, ἡ, ἄγνυμι
a place where the waves break, the beach, Hdt.