κολαστής

From LSJ
Revision as of 11:05, 18 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολαστής Medium diacritics: κολαστής Low diacritics: κολαστής Capitals: ΚΟΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: kolastḗs Transliteration B: kolastēs Transliteration C: kolastis Beta Code: kolasth/s

English (LSJ)

κολαστοῦ, ὁ, chastiser, punisher, Ζεύς τοι κ. τῶν ὑπερκόπων ἄγαν φρονημάτων A.Pers.827, cf. S.OT1148, E. Heracl.388, Pl.Lg.863a, Epicur.Sent.34, Phld.Mort.17, etc.; κ. τῶν ἀδικούντων Lys.27.3, cf. Gorg.Fr.6; νόμοι κ. Critias 25.6 D.; tormentor, in Hades, Plu.2.567d (pl.).

German (Pape)

[Seite 1472] ὁ, der Züchtiger, Strafer; Ζεύς τοι κολ. τῶν ὑπερκόμπων ἄγαν φρονημάτων Aesch. Pers. 813; Soph. O. R. 1148 El. 1455; Eur. Heracl. 389; νόμοι κολασταί Criti. bei S. Emp. adv. phys. 1, 54; κολ. τῶν ὰμαρτανόντων Plat. Legg. IX, 863 a; Lys. 27, 3 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
qui réprime, qui châtie.
Étymologie: κολάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολαστής -οῦ [κολάζω] bestraffend; subst. bestraffer:. Ζεύς τοι κολαστής … ἔπεστιν Zeus is zeker als bestraffer aanwezig Aeschl. Pers. 827; νόμους θέσθαι κολαστάς wetten instellen als bestraffers Criti. B 25.6.

Russian (Dvoretsky)

κολαστής: οῦ ὁ каратель (τῶν ὑπερκόμπων - v.l. ὑπερκόπων - φρονημάτων Aesch.; τῶν ἁμαρτανόντων Plat.; τῶν ἀδικούντων Lys.).

Greek Monolingual

ο, θηλ. κολάστρια (AM κολαστής) κολάζω
1. αυτός που τιμωρεί κάποιον, τιμωρός, παιδευτής («oἱ τῶν ἀδικούντων κολασταί», Λυσ.)
2. βασανιστής
νεοελλ.
αυτός που παρασύρει σε αμαρτία, αυτός που προκαλεί το κόλασμα, το αμάρτημα.

Greek Monotonic

κολαστής: -οῦ, ὁ (κολάζω), τιμωρός, σωφρονιστής, σε Τραγ.

Greek (Liddell-Scott)

κολαστής: -οῦ, ὁ, ὁ κολάζων, τιμωρῶν, τιμωρός, Ζεύς τοι κ. τῶν ὑπερκόπων ἄγαν φρονημάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 827. οὕτω παρὰ Σοφ., Εὐρ., Πλάτ., κτλ.· κ. τῶν ἀδικούντων Λυσ. 178. 6· νόμοι κολασταὶ Κριτίας 9. 6.

Middle Liddell

κολαστής, οῦ, κολάζω
a chastiser, punisher, Trag.

English (Woodhouse)

chastener, chastiser, punisher

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)