ἀρτιτελής
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
English (LSJ)
ἀρτιτελές,
A newly initiated, Pl.Phdr.251a.
II fully formed, Thphr. HP 2.5.5; just finished, Nonn. D. 26.46.
Spanish (DGE)
-ές
1 de pers. recién iniciado Pl.Phdr.251a, μύστης Aristid.Or.28.135, cf. Him.69.8, GVI 1773.2 (Hermíone III d.C.).
2 de plantas completamente formado Thphr.HP 2.5.5.
3 recién hecho o terminado σῆμα νεοφθιμένοιο τοκῆος Nonn.D.26.46.
German (Pape)
[Seite 362] ές, eben eingeweiht, Plat. Phaedr. 231 a; vollkommen, Pol. 6, 18.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 nouvellement initié;
2 récemment accompli.
Étymologie: ἄρτι, τέλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτιτελής:
1 недавно посвященный Plat.;
2 законченный, совершенный (Polyb. - v.l. к αὐτοτελής).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιτελής: -ές, ὁ νεωστὶ μυηθεὶς εἰς μυστήρια, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Α. ΙΙ. ὁ ἄρτι συντελεσθείς, τελειωθείς, Νόνν. Δ. 26. 46.
Greek Monolingual
ἀρτιτελής, -ές (Α)
1. αυτός που μυήθηκε στα μυστήρια πριν λίγο
2. ο άρτιος στη μορφή, ο τέλειος.
Greek Monotonic
ἀρτιτελής: -ές (τέλος), πρόσφατα μυημένος, σε Πλάτ.