ἑτερομήκης
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
ἑτερομήκες,
A with sides of uneven length, i.e. oblong, X.Eq. 7.14; ἑτερόμηκες, τό, oblong rectangle, Arist.Cat.11a10, de An.413a17, Euc.1 Def.22.
2 of numbers, not square, i.e. produced by the multiplication of two unequal factors, as 6 = 3 x 2, Pl. Tht.148a, Plu. 2.367f; opp. ἰσόπλευρος (both of line and number), Arist. APo.73b1.
German (Pape)
[Seite 1049] ες, von verschiedener Länge, ungleichseitig, länglich, oblongus, σχῆμα D. Sic. 2, 3; πέδη Xen. de re equ. 7, 14; πλινθίον Polyaen. 3, 10, 7; – τὸ ἑτερόμηκες, ein Rechteck (ὀρθογώνιον μέν, οὐκ ἰσόπλευρον δέ, Eucl. 1 def. 31); ἀριθμός, eine Zahl, die diesem entspricht, also ein Product aus zwei ungleichen Factoren, Plat. Theaet. 148 c; so auch Plut. de Is. et Os. 42, wo 16 die einzige Quadratzahl u. 18 die einzige Zahl aus zwei ungleichen Factoren 3 × 6 heißen, deren Seiten addirt dieselbe Zahl mit der Fläche geben, 4 + 4 + 4 + 4 = 4 . 4 = 16, und 3 + 6 + 3 + 6 = 3 . 6 = 18.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 plus long dans un sens que de l'autre;
2 t. de math. qui n'est pas un carré (nombre).
Étymologie: ἕτερος, μῆκος.
Russian (Dvoretsky)
ἑτερομήκης:
1 с измерениями разной длины, т. е. удлиненный, продолговатый (πέδη Xen.; σχῆμα Diod.);
2 (о числах) «продолговатый», т. е. неквадратный, образовавшийся как произведение неравных сомножителей (ἀριθμός Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερομήκης: ἑτερόμηκες, ἀνισόπλευρος, δηλ. ἐπιμήκης ὀρθογώνιος, Ξεν. Ἱππ. 7. 14· ἑτερόμηκες, τό, «ἑτερόμηκες δὲ ὃ ὀρθογώνιον μέν οὐκ ἰσόπλευρον δὲ» Εὐκλείδ. 1. σ. 2 λα΄, Ἀριστ. Κατηγ. 8. 35, π. Ψυχ. 2. 2, 2. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν, οὐχὶ τετράγωνος, δηλ. προκύπτων ἐκ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ δύο ἀνίσων παραγόντων, ὡς 6 = 3Χ2, Πλάτ. Θεαίτ. 148Α, Πλούτ. 2. 367F· ἀντίθ. τῷ ἰσόπλευρος, Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 1. 4, 3. Πρβλ. προμήκης.
Greek Monolingual
-όμηκες (Α ἑτερομήκης, -όμηκες)
αυτός που δεν έχει ίσο μήκος σε όλες τις διαστάσεις του, ο ανισομήκης, ο ανισόπλευρος («ετερόμηκες τετράπλευρο» — ορθογώνιο, όχι όμως τετράγωνο)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ετερομήκης (ενν. αριθμός)
ο αριθμός, γινόμενο δύο παραγόντων που διαφέρουν κατά μία μονάδα (2x3, 5x6)
αρχ.
1. (για αριθμό) αυτός που δεν είναι τετράγωνος, αυτός που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό δύο άνισων παραγόντων («ὅσαι μὲν γραμμαὶ τὸν ἰσόπλευρον καὶ ἐπίπεδον ἀριθμὸν τετραγωνίζουσι, μῆκος ὡρισάμεθα, ὅσαι δὲ τὸν ἑτερομήκη, δυνάμεις, ὡς μήκει μὲν οὐ ξυμμέτρους ἐκείναις», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερόμηκες
το ετερόμηκες τετράπλευρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -μηκης (< μήκος), πρβλ. επιμήκης].
Greek Monotonic
ἑτερομήκης: -ες (μῆκος), αυτός που έχει πλευρές άνισου μήκους, ανισόπλευρος, δηλ. επιμήκης ορθογώνιος, ορθογώνιος παραλληλόγραμμος, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἑτερο-μήκης, ες μῆκος
with sides of uneven length, i. e. oblong, rectangular, Xen.