εὔδροσος
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
εὔδροσον, with plenteous dew, abounding in water, παγαί E.IA 1517 (lyr.); τόποι Ar.Av.245 (lyr.); νασμοί Aristonous 1.42.
German (Pape)
[Seite 1063] wohlbethaut, wasserreich, παγαί, Eur. I. A. 1517; γῆς τόποι, Ar. Av. 245.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
humide de rosée, humide.
Étymologie: εὖ, δρόσος.
Russian (Dvoretsky)
εὔδροσος:
1 изобилующий водой, многоводный (παγαί Eur.);
2 хорошо орошаемый (τόποι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔδροσος: -ον, ἔχων ἄφθονον δρόσον, ἄφθονον ὕδωρ, πηγαὶ Εὐρ. Ι. Α. 1517· τόποι Ἀριστοφ. Ὄρν. 245.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔδροσος, -ον)
γεμάτος δροσιά ή δροσερό νερό («εὔδροσοι παγαί, τόποι, νασμοί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δρόσος.
Greek Monotonic
εὔδροσος: -ον, αυτός που έχει άφθονη δροσιά, αυτός που έχει άφθονο νερό, σε Ευρ., Αριστοφ.
Middle Liddell
εὔ-δροσος, ον
with plenteous dew, abounding in water, Eur., Ar.