τίη
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
English (LSJ)
better τί ἢ (A.D.Conj.255.8, 256.3), Att. (?) τιή (v. infr.), strengthened form of τί; why? wherefore? Il.1.365, 6.145,al., Hes.Th. 35, and Att. Comedy: followed by a Particle, τίη δὲ..; Il.6.55, 15.244, Od.16.421, al.; τίη δὴ..; Il.21.436; doubled, τιὴ τί δή; standing alone, why so, tell me? Ar.V.1155, Pax1018, Th.84. (The oxyt. τιή is called Att. by Eust.118.36, cf. 45.4, but was unknown to A.D. and is prob. a fiction; τίη and τιὴ are dub. ll. in Ar.Ach.826; cf. ἦ 1.2, ὁτιή.)
German (Pape)
[Seite 1109] verstärktes τί, warum? eigtl. was nun? Hom. oft, z. B. Il. 1, 365. 6, 55 Od. 15, 326; τίη δέ, Il. 15, 244. 17, 110 Od. 16, 421. 19, 500; τίη δή, Il. 21, 436; Ar. oft u. a. Comic. Die Attiker sollen τιή accentuirt haben. – Über die Bildung vgl. ὁτιή, ἐπειή, von ὅτι u. ἐπεί; Buttm. Lexil. II, 191 erklärt es für τί δή.
French (Bailly abrégé)
adv.
pourquoi ? τίη δέ ; IL, τίη δή ; IL, τιὴ τί δή ; AR pourquoi donc ?
Russian (Dvoretsky)
τίη: атт. τιή adv. interrog. почему же, зачем же Hom., Hes., Arph.
Greek (Liddell-Scott)
τίη: Ἀττ. τιή, ἐπιτεταμ. τύπος τοῦ ἐρωτ. τί; διὰ τί; πῶς; Ὅμ., Ἡσ., καὶ παρὰ τοῖς κωμικοῖς τῶν Ἀττικ. μετὰ μορίου ἑπομένου, τίη δέ..., Ἰλ. Ο. 244, Ὀδ. Π. 421, κλπ.· τίη δή..., Ἰλ. Φ. 436· διπλοῦν, τιή τί δή; καθ’ ἑαυτὸ εὑρισκόμενον, διὰ τί οὕτω; Ἀριστοφ. Σφ. 1155, Εἰρ. 1018, Θεσμ. 84, πρβλ. ὁτιή. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ τί, ὡς τὸ ὁτιὴ ἐκ τοῦ ὅτι καὶ τὸ ἐπειὴ ἐκ τοῦ ἐπεί· - κατὰ τὸν Buttm., Λεξίλ. ἐν λέξ. δείλη 9, ἀντὶ τί δή)
English (Autenrieth)
(τί ἦ): why then? why pray? τίη δέ; τίη δή; ἀλλὰ τίη; Il. 15.244, ο 32, Il. 20.251.
Greek Monolingual
και αττ. τ. τιή και ορθτ. τ. τί ἤ Α
επίρρ. (ως επιτ. τ. του ερωτ. τί)
1. γιατί; πώς; («τίη τοι ταῡτ' εἰδυίῃ πάντ' ἀγορεύω;» Ομ. Ιλ.)
2. (με το μόριο δή) τιὴ τί δή και τίη δὴ
γιατί έτσι;
Greek Monotonic
τίη: Αττ. τιή, επιτετ. τύπος του ερωτημ. τί; γιατί; πώς; σε Όμηρ.., Ησίοδ., και στους Αττ. κωμικούς· πρβλ. ὁτιή.
Middle Liddell
[strengthened form of τί]
why? wherefore? Hom., Hes., and Attic Comedy; cf. ὁτιή.