ἀτασθάλλω

From LSJ
Revision as of 05:40, 14 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "müthig" to "mütig")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτασθάλλω Medium diacritics: ἀτασθάλλω Low diacritics: ατασθάλλω Capitals: ΑΤΑΣΘΑΛΛΩ
Transliteration A: atasthállō Transliteration B: atasthallō Transliteration C: atasthallo Beta Code: a)tasqa/llw

English (LSJ)

[ᾰτ], to be insolent, only in pres. part., μή τις.. πλήξῃ ἀτασθάλλων Od.18.57; οὔ τις.. γυναικῶν λήθει ἀτασθάλλουσα 19.88.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
cometer un acto de insolencia μή τις ... ἐμὲ χειρὶ βαρείῃ πλήξῃ ἀτασθάλλων Od.18.57, τὸν δ' οὔ τις ... γυναικῶν λήθει ἀτασθάλλουσ' Od.19.88
pecar, βόθρος ἕως δυσάλυκτος ἀτασθάλλοντι φανείη Apoll.Met.Ps.93.13, cf. 118.95.

German (Pape)

[Seite 384] (entst. aus ἀτασθαλίω, ein ἀτάσθαλος sein), übermütig, frevelhaft handeln, nur partic. praes., Od. 18, 57. 19, 88.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés.
être follement orgueilleux, agir avec arrogance, d'où
1 être inique;
2 être coupable.
Étymologie: ἀτάσθαλος.

Russian (Dvoretsky)

ἀτασθάλλω: (только part. praes.) поступать нечестиво, чинить беззакония Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτασθάλλω: εἶμαι ἀτάσθαλος, ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. ἐνεστ., μὴ τις ἐπ’ Ἴρῳ ἦρα φέρων ἐμὲ χειρὶ βαρείῃ πλήξῃ ἀτασθάλλων, «ἐνυβρίζων με ὑπερηφάνως» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 57· τὸν δ’ οὔτις ἐνὶ μεγάροισι γυναικῶν λήθει ἀτασθάλλουσ’, ἀκολασταίνουσα, Τ. 88. - ὡσαύτως, ἀτασθαλέω, Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 16, Γρηγ. Ναζ.

English (Autenrieth)

act wickedly, wantonly, Od. 18.57 and Od. 19.88.

Greek Monolingual

ἀτασθάλλω (Α) ατάσθαλος
είμαι ατάσθαλος, φέρομαι αλαζονικά.

Greek Monotonic

ἀτασθάλλω: μόνο σε μτχ. ενεστ., ενεργώ αλαζονικά, με υπεροψία, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

[from ἀτασθαλος] only in pres. part.]
acting presumptuously, in arrogance, Od.