μήρυξ
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
υκος, ὁ, a ruminating fish, Scarus cretensis, Arist.HA632b10.
German (Pape)
[Seite 178] υκος, ὁ, ein wiederkäuender Fisch, Arist. H. A. 9, 50.
French (Bailly abrégé)
υκος (ὁ) :
sorte de poisson ruminant.
Étymologie: μηρυκάομαι.
Russian (Dvoretsky)
μήρυξ: υκος ὁ рыба морской попугай (Scarus cretensis) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μήρυξ: -ῡκος, ὁ, ἰχθύς τις μηρυκώμενος, οἷος ὁ σκάρος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 12.
Greek Monolingual
μήρυξ, -υκος, ὁ (Α)
το ψάρι σκάρος ο κρητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μηρυκάζω. Το ψάρι ονομάστηκε έτσι επειδή πιστευόταν ότι μηρυκάζει την τροφή του].