στρομβοειδής
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
στρομβοειδές, and στρομβώδης, ες, like a στρόμβος 3: τὰ στρομβώδη spiral shells and the creatures in them, snails, etc., freq. in Arist., as HA528b8, PA684b34, al., also Xenocr. ap. Orib.2.58.91; τὰ στρομβοειδῆ Arist.HA528b17, cf. Xenocr. ap. Orib.2.58.79.
German (Pape)
[Seite 955] ές, von der Art od. Gestalt eines στρόμβος, eines Kreisels, Kegels, Sp.; – von der Art der στρόμβοι, Tiere, Arist. H. A. 4, 4.
Russian (Dvoretsky)
στρομβοειδής: конусообразный, конический (sc. ζῷα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
στρομβοειδής: -ές, συνῃρ. -ώδης, ες, ὅμοιος πρὸς στρόμβον (2)· τὰ στρομβώδη, σπειροειδὲς ὄστρακον καὶ τὰ ἐν αὐτῷ ζῳύφια, κοχλίαι καὶ τὰ τοιαῦτα, συχν. παρ’ Ἀριστ., οἷον π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 2, π. Ζ. Μορ. 4. 9, 2, κ. ἀλλ· τὰ στρομβοειδῆ, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 18.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που έχει σχήμα στρόμθου, κώνου, κωνοειδής
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ στρομβοειδῆ
ζωύφια με σπειροειδές όστρακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόμβος «σβούρα, κουκουνάρι» + -ειδής].