συναγελάζομαι

From LSJ
Revision as of 22:11, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰγελάζομαι Medium diacritics: συναγελάζομαι Low diacritics: συναγελάζομαι Capitals: ΣΥΝΑΓΕΛΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synagelázomai Transliteration B: synagelazomai Transliteration C: synagelazomai Beta Code: sunagela/zomai

English (LSJ)

Pass., herd together, Democr.164; of gregarious fish, μετ' ἀλλήλων Arist.HA610b1, cf. Frr.308,316,339; σ. εἰς τὸ ὁμόφυλον, of men, Plb.6.5.7, cf. Plu.Cam.10; σ. τοῖς ἄρρεσι, of sows, Id.2.917c: metaph., ἡ διάνοια σ. τοῖς ψέγουσι takes part with.., ib. 40a.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναγελάζομαι [σύν, ἀγέλη] samen (met...) in groepen of kuddes leven, in groepen of kuddes bijeenkomen met, met dat., met μετά + gen.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰγελάζομαι: собираться в стада, жить стаями Polyb., Sext.: οἱ ἰχθύες συναγελάζονται μετ᾽ ἀλλήλων Arst. рыбы собираются в стаи; σ. τινι Plut. присоединяться к кому-л.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰγελάζομαι: ἀγελάζομαι ὁμοῦ, πορεύομαι ὁμοῦ ἐν ἀγέλῃ, ἐπὶ συναγελαστικῶν ἰχθύων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1, Ἀποσπ. 291, 297, 318· μετ’ ἀλλήλων ὁ αὐτ. π. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σ. εἰς τὸ ὁμόφυλον, ἐπὶ ἀνθρώπων, Πολύβ. 6. 5, 7· ὡσαύτως, συν. τοῖς ἄρρεσι, ἐπὶ χοίρων θηλέων, Πλούτ. 2. 917D· ― μεταφορ., ἡ διάνοια συναγελάζεται τοῖς ψέγουσιν, λαμβάνει μέρος μετὰ τῶν..., αὐτόθι 40Α.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ενεργ
συναγελάζω Α
ζω σε αγέλη, αποτελώ μέλος αγέλης («τῶν ἰχθύων οἱ μὲν συναγελάζονται μετ' ἀλλήλων καὶ φίλοι εἰσίν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(με υποτιμητ. σημ.) συγχρωτίζομαι με ανθρώπους κατώτερου επιπέδου
αρχ.
1. (για πρόσ.) συναναστρέφομαι, συνδιαιτώμαι
2. μτφ. συμφωνώ με κάποιον («τὴν διάνοιαν τοὺς μὲν ἐπαινοῦντας φεύγουσαν, προστρέχουσαν δὲ καὶ συναγελαζομένην τοῖς ψέγουσι τὰ εἰρημένα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀγελάζω, -ομαι (< αγέλη)].