ἀντίπυγος
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
English (LSJ)
ἀντίπυγον,
A rump to rump, Arist.HA540a14,542a16.
2 c. gen., turned away from, λιμὴν ἀ. λιμένος Scyl.46, cf. 108.
Spanish (DGE)
-ον
1 grupa contra grupa de los camellos ὁ ἄρρην ὀχεύει, οὐκ ἀντίπυγος Arist.HA 540a14
•neutr. plu. como adv. por la parte trasera συμπλέκεται ἀντίπυγα Arist.HA 542a16.
2 que está de espaldas a c. gen. Ἀχίλλειος λιμὴν καὶ ἀντίπυγος τούτου Ψαμαθοῦς λιμήν Scyl.Per.46.
German (Pape)
[Seite 260] (πυγή), mit zugekehrtem Hintern, Arist. H. A. 5, 2. 8, 8.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίπῡγος: обращенный тыльной частью (τὰ φαλάγγια συμπλέκεται ἀντίπυγα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίπυγος: -ον, ὁ ἔχων τὴν πυγὴν ἐστραμμένην πρὸς ἄλλην πυγήν, ἐπὶ τῆς ὀχεύσεως ζῴων τινῶν, ὀχεύει οὐκ ἀντίπυγος Ἀριστοτ. Ι. Ζ. 5. 2, 8., συμπλέκεται ἀντίπυγα αὐτόθι 5. 8, 4· πρβλ. πυγηδόν.
Greek Monolingual
ἀντίπυγος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει τα οπίσθια στραμμένα προς τα οπίσθια άλλου
2. ο απέναντι, ο αντικρινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι - + πυγος < πυγή «οπίσθια» (πρβλ. καλλίπυγος, λευκόπυγος.