ὀστρακόδερμος

From LSJ
Revision as of 07:20, 25 November 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστρᾰκόδερμος Medium diacritics: ὀστρακόδερμος Low diacritics: οστρακόδερμος Capitals: ΟΣΤΡΑΚΟΔΕΡΜΟΣ
Transliteration A: ostrakódermos Transliteration B: ostrakodermos Transliteration C: ostrakodermos Beta Code: o)strako/dermos

English (LSJ)

ὀστρακόδερμον, with a shell like a potsherd, hard-shelled, καρκίνοι Batr.295; ὀστρακόδερμα ζῷα = testaceans or molluscs (excl. cuttlefishes), opp. μαλακόστρακα, Arist.HA523b9, cf. 590a19, Thphr. HP 4.6.8, Ath.3.89f, Jul.Or.6.193b; also of certain crabs, Arist.HA601a18; of eggs, ib.489b14.

German (Pape)

[Seite 400] mit harter Schaale, bes. von Schaalthieren; Batrach. 296; Arist. H. A. 1, 6 u. A.; νῶτον, mit harter Schaale, Ath. VII, 317 aus Arist.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une écaille en guise de peau.
Étymologie: ὄστρακον, δέρμα.

Russian (Dvoretsky)

ὀστρᾰκόδερμος:
1 твердокожий, черепокожий (καρκίνοι Batr.);
2 покрытый раковиной (ζῷα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀστρᾰκόδερμος: -ον, ὁ ἔχων δέρμα ἢ περίβλημα σκληρὸν ὡς ὄστρακον, καρκίνοι Βατραχομυομ. 297· ἀντίθ. τῷ μαλακόστρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 17, 11· ἐπὶ ᾠῶν, αὐτόθι 1. 65, 5· ― ὀστρακόδερμα, τά, ὡς τὸ ὀστρακηρά, ζῷα ἔχοντα περίβλημα σκληρὸν ὡς ὄστρακον, ἴδε ἐν λ. μαλάκια, τά.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀστρακόδερμος, -ον)
αυτός που έχει σκληρό δέρμα ή περίβλημα από όστρακο
νεοελλ.
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι οστρακόδερμοι
(παλαιοντ.) απολιθωμένη ομάδα μικρών ιχθυόμορφων σπονδυλοζώων του παλαιοζωικού αιώνα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οστρακόδερμα
ζωολ. όρος, μη ταξινομικός, που παλαιότερα δήλωνε όλα τα ζώα τα οποία φέρουν όστρακο, προστατευτικό κέλυφος, όπως είναι τα μαλάκια, τα καρκινοειδή, οι χελώνες, τα νωδά κ.ά.
αρχ.
(ιδίως για αβγά) αυτός που έχει σκληρό κέλυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. ερυθρόδερμος].

Greek Monotonic

ὀστρᾰκόδερμος: -ον (δέρμα), αυτός που έχει κέλυφος σαν κομμάτι από κεραμίδι, που έχει σκληρό κέλυφος, σε Βατραχομ.