τενθρηνιώδης
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
τενθρηνιῶδες, honeycombed, Hp.Anat.1 (τεθρηνιώδης codd.), Democr. ap.Ael.NA12.20 (ubi θρηνῶδες), Plu.2.721f (ubi τενθρηνῶδες).
German (Pape)
[Seite 1091] ες, voll von Löchern, wie ein τενθρήνιον, auch σηραγγώδης erkl., Ael. H. A. 12, 20.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
c. τενθρηνώδης.
Étymologie: τενθρήνη, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
τενθρηνιώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων τὸ σχῆμα τενθρηνίου, ὅμοιος μὲ κηρήθραν, πολύτρητος, Ἱππ. 916. 1 (ἔνθα ἴδε τεθρ-), Δημόκρ. παρ’ Αἰλ. π. Ζ. 12. 20 (ἔνθα θρηνώδης), Πλούτ. 2. 721Ε (ἔνθα τενθρηνῶδες).- Καθ’ Ἡσύχ.: «τενθρηνῶδες· πολύκενον ὡς κηρίον καὶ ἀραιόν».
Greek Monolingual
και δ. γρφ. τενθρηνώδης, -ῶδες, Α τενθρήνιον
1. αυτός που έχει το σχήμα σφηκοφωλιάς, ο γεμάτος τρύπες
2. (κατά τον Ησύχ.) «τενθρηνιῶδες
πολύκενον ώς κηρίον και άραιόν».