por separado
From LSJ
Spanish > Greek
ἀπόκριτος, διαιρέω, διακεκριμένως, διάληψις, αὐτοτελῶς, διακριδόν, δίχα, διαμφίς, ἀπεσχισμένως, ἀποκεχωρισμένως, διευκρινισμένως, ἀφωρισμένως, διασταδόν, διευκρινημένως, ἀναμέρος, διῃρημένως, διακεχωρισμένως, ἀπεσχοινισμένως, ἔκτακτος, ἐκτάκτως, ἀνδρακάς