ἐλεγμός
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
ὁ, = ἔλεγξις (refutation, censure), LXX Ps.149.7 (pl.),al., 2 Ep.Ti.3.16.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 reproche, censura ἐλεγμῷ ἐλέγξεις τὸν πλησίον σου LXX Le.19.17, ὠφέλιμος πρὸς ἐλεγμόν 2Ep.Ti.3.16.
2 prueba, comprobación τὸ ὔδωρ τοῦ ἐλεγμοῦ en una especie de «juicio de Dios», LXX Nu.5.18, 23.
French (New Testament)
οῦ (ὁ) réfutation ; réprimande
ἐλέγχω
German (Pape)
[Seite 793] ὁ, = ἔλεγξις, LXX., K. S.
Russian (Dvoretsky)
ἐλεγμός: ὁ NT = ἔλεγξις.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεγμός: ὁ, = ἔλεγξις, Ἑβδ. (Ψαλμ. ρμθ΄, 7), Β΄ πρὸς Τιμ. Ἐπιστ. γ΄, 16, Lachm.
Greek Monolingual
ἐλεγμός, ο (AM)
έλεγχος, επιτίμηση, μομφή
αρχ.-μσν.
(στους Ιουδαίους) δοκιμασία και απόδειξη της αγνείας τών γυναικών.
Greek Monotonic
ἐλεγμός: ὁ, = ἔλεγξις, σε Καινή Διαθήκη
Chinese
原文音譯:œlegcoj 誒累格何士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:暴露(著) 相當於: (יָכַח) (תֹּוכֵחָה / תֹּוכַחַת)
字義溯源:證明,說服,確證,確據;源自(ἐλέγχω)*=駁倒)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 確據(1) 來11:1